- πολυκλινής
- πολυκλινήςlying with manymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυκλινής — (I) ές, Α αυτός που πλαγιάζει μαζί με πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλινής (< κλίνη)]. (II) ές, Α αυτός που έχει κλίση, τάση για πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισο κλινής] … Dictionary of Greek
πολυκλινές — πολυκλινής lying with many masc/fem voc sg πολυκλινής lying with many neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκλινέες — πολυκλινής lying with many masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek